- ιππώδης
- ἱππώδης, -ες (ΑΜ) [ίππος]όμοιος με ίππο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱππώδη — ἱππώδης horse like neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἱππώδης horse like masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἱππώδης horse like masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππῶδες — ἱππώδης horse like masc/fem voc sg ἱππώδης horse like neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek
ἱππωδεστέραν — ἱππωδεστέρᾱν , ἱππώδης horse like fem acc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)